απαραδειγμάτιστος

απαραδειγμάτιστος
-η, -ο
επίρρ. ασύγκριτος, μοναδικός (κυρίως για κακό): Η διαγωγή του απέναντί σου είναι ελεεινή, απαραδειγμάτιστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απαραδειγμάτιστος — η, ο (Α ἀπαραδειγμάτιστος, ον) νεοελλ. (συνήθως με κακή σημασία) 1. αυτός που δεν έχει άλλον για παράδειγμα, μοναδικός 2. ασυνέτιστος αρχ. αυτός που δεν υπόκειται σε επίκριση …   Dictionary of Greek

  • ἀπαραδειγματίστως — ἀπαραδειγμάτιστος not liable to censure adverbial ἀπαραδειγμάτιστος not liable to censure masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραδειγμάτιστα — ἀπαραδειγμάτιστος not liable to censure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”